- μήτοι
- μήτοιat least notindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήτοι — και μή τοι (Α) 1. ισχυρότερος τύπος τού μη 2. φρ. μήτοι γε τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
πολυτίμητοι — πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc nom/voc pl πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτίμητοι — θεοτί̱μητοι , θεοτίμητος honoured by the gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίμητοι — ἀμί̱μητοι , ἀμίμητος inimitable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιθύμητοι — ἀνεπιθύ̱μητοι , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)